- τανύστροφος
- τᾰνύστροφος, ον,A long-whirling, σφενδόνη Orac. in App.Anth.6.138.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τανύστροφος — ον, Α αυτός που εκτελεί μεγάλη στροφή ή αυτός που περιστρέφεται για μεγάλο χρονικό διάστημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τανυ τού ρ. τάνυμαι* «τεντώνομαι» + στροφος (< στρέφω)] … Dictionary of Greek
τανύστροφον — τανύστροφος long whirling masc/fem acc sg τανύστροφος long whirling neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τανυστρόφοιο — τανύστροφος long whirling masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τανυστρόφῳ — τανύστροφος long whirling masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)